- πανεπίφρων
- -ον, Α1. αυτός που παρατηρεί, που προσέχει τα πάντα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πανεπίφροναδόλια, πονηρά τεχνάσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἐπίφρων «συνετός, φρόνιμος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανεπίφρονα — πανεπίφρων all remarking neut nom/voc/acc pl πανεπίφρων all remarking masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)